ABSTRACT

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν µια γριά κι ένας γέρος. Ζούσανε αγαπηµένα, µόνο που δεν είχανε ένα παιδάκι και το είχανε µεγάλο καηµό. 2 Μια µέρα η γριά δεν είχε ψωµί να δώσει στον γέρο να πάρει µαζί του στο χωράφι —ήτανε γεωργός 3 — και τον παρακάλεσε να φύγει αυτός κι αυτή θα του το πήγαινε. Κι ο γέρος έφυγε. Ζύµωσε 4 καλά-καλά η γριά κι έβαλε στον φούρνο 5 την πίτα να ψηθεί και µετά τα ψωµιά. Σαν τέλειωσε πια και το ψήσιµο, 6 άρχισε πάλι το παράπονό της: «Να, τώρα, να είχα ένα παιδάκι, θα του πήγαινε ψωµί του γέρου, µόνο δε θα πήγαινα εγώ η καηµένη!» Και τα µάτια της πήρανε το πιθάρι 7 δίπλα στον φούρνο που ήταν γεµάτο κουκιά. «Να ήτανε όλα αυτά τα κουκιά παιδάκια!» είπε µε στοχασµό η γριά. Κι επειδή ήταν θεοσεβούµενη, 8 ο Θεός την άκουσε και µε µιας πετάγονται από το πιθάρι τόσα µωρά, όσα ήταν κουκιά.